καμπούνι

καμπούνι
το
1. ναυτ. υπόστεγο στην πρώρα πλοίου
2. συνεκδ. οι άνδρες τού πληρώματος που μένουν στο καμπούνι
3. φρ. («η γλώσσα τού καμπουνιού» — η ιδιωματική γλώσσα, η αργκό τών ναυτικών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • πρόστεγο(ν) — (I) το, Ν ναυτ. υπόστεγο τού ανώτατου καταστρώματος στην περιοχή τής πλώρης το οποίο δεν συνδέεται με τις υπόλοιπες υπερκατασκευές τού πλοίου, κν. καμπούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + στέγη. Η λ., στον λόγιο τ. πρόστεγον, μαρτυρείται από το 1897 στο… …   Dictionary of Greek

  • πρόστεγο — το 1. προστέγασμα, μαρκίζα (λ. γαλλ.). 2. στεγασμένος χώρος, υπόστεγο στο κατάστρωμα του πλοίου, αλλ. καμπούνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”